Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπολιβάζω
ἀπολιγαίνω
ἀπολιγωρέω
ἀπολιθόω
ἀπολίθωσις
ἀπολιμνόομαι
ἀπολιμπάνω
ἀπολινόω
ἀπολίνωσις
ἀπολιόρκητος
ἀπολιπαίνω
ἄπολις
ἀπολισθάνω
ἀπολίσθησις
ἀπολιταργίζω
ἀπολίτευτος
ἀπολιτικός
ἀπολιχμάομαι
ἀπολιχμάω
ἀπολλαπλάσιος
Ἀπολλόδωρος
View word page
ἀπολιπαίνω
oil
ShortDef
oil
Debugging
Headword:
ἀπολιπαίνω
Headword (normalized):
ἀπολιπαίνω
Headword (normalized/stripped):
απολιπαινω
IDX:
11417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11418
Key:
Data
{'content': 'oil'}