Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποληπτέον
ἀποληπτικός
ἀποληρέω
ἀπόληψις
ἀπολιβάζω
ἀπολιγαίνω
ἀπολιγωρέω
ἀπολιθόω
ἀπολίθωσις
ἀπολιμνόομαι
ἀπολιμπάνω
ἀπολινόω
ἀπολίνωσις
ἀπολιόρκητος
ἀπολιπαίνω
ἄπολις
ἀπολισθάνω
ἀπολίσθησις
ἀπολιταργίζω
ἀπολίτευτος
ἀπολιτικός
View word page
ἀπολιμπάνω
to leave

ShortDef

to leave

Debugging

Headword:
ἀπολιμπάνω
Headword (normalized):
ἀπολιμπάνω
Headword (normalized/stripped):
απολιμπανω
IDX:
11413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11414
Key:

Data

{'content': 'to leave'}