Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόληγμα
ἀπολήγω
ἀποληκέω
ἀπόληξις
ἀποληπτέον
ἀποληπτικός
ἀποληρέω
ἀπόληψις
ἀπολιβάζω
ἀπολιγαίνω
ἀπολιγωρέω
ἀπολιθόω
ἀπολίθωσις
ἀπολιμνόομαι
ἀπολιμπάνω
ἀπολινόω
ἀπολίνωσις
ἀπολιόρκητος
ἀπολιπαίνω
ἄπολις
ἀπολισθάνω
View word page
ἀπολιγωρέω
esteem little

ShortDef

esteem little

Debugging

Headword:
ἀπολιγωρέω
Headword (normalized):
ἀπολιγωρέω
Headword (normalized/stripped):
απολιγωρεω
IDX:
11409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11410
Key:

Data

{'content': 'esteem little'}