Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιάρροια
ἀδιάσειστος
ἀδιασκέδαστος
ἀδιασκέπτως
ἀδιάσκευος
ἀδιάσκοπος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάσταλτος
ἀδιαστασία
ἀδιάστατος
ἀδιάστικτος
ἀδιάστολος
ἀδιάστομος
ἀδιαστρέπτως
ἀδιάστροφος
ἀδιάσφαλτος
ἀδιάσχιστος
ἀδιάσωστος
ἀδιάτακτος
ἀδιάτμητος
ἀδιάτρεπτος
View word page
ἀδιάστικτος
undistinguished, unvarying

ShortDef

undistinguished, unvarying

Debugging

Headword:
ἀδιάστικτος
Headword (normalized):
ἀδιάστικτος
Headword (normalized/stripped):
αδιαστικτος
IDX:
1140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1141
Key:

Data

{'content': 'undistinguished, unvarying'}