Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιάρρηκτος
ἀδιάρροια
ἀδιάσειστος
ἀδιασκέδαστος
ἀδιασκέπτως
ἀδιάσκευος
ἀδιάσκοπος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάσταλτος
ἀδιαστασία
ἀδιάστατος
ἀδιάστικτος
ἀδιάστολος
ἀδιάστομος
ἀδιαστρέπτως
ἀδιάστροφος
ἀδιάσφαλτος
ἀδιάσχιστος
ἀδιάσωστος
ἀδιάτακτος
ἀδιάτμητος
View word page
ἀδιάστατος
continuous

ShortDef

continuous

Debugging

Headword:
ἀδιάστατος
Headword (normalized):
ἀδιάστατος
Headword (normalized/stripped):
αδιαστατος
IDX:
1139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1140
Key:

Data

{'content': 'continuous'}