Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπολέμητος
ἀπόλεμμα
ἀπόλεμος
ἀπολεοντόομαι
ἀπολεπιδόομαι
ἀπολεπίζω
ἀπολέπισμα
ἀπολεπτύνω
ἀπολεπτυσμός
ἀπολέπω
ἀπολευκαίνω
ἀπόληγμα
ἀπολήγω
ἀποληκέω
ἀπόληξις
ἀποληπτέον
ἀποληπτικός
ἀποληρέω
ἀπόληψις
ἀπολιβάζω
ἀπολιγαίνω
View word page
ἀπολευκαίνω
make all white
ShortDef
make all white
Debugging
Headword:
ἀπολευκαίνω
Headword (normalized):
ἀπολευκαίνω
Headword (normalized/stripped):
απολευκαινω
IDX:
11398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11399
Key:
Data
{'content': 'make all white'}