Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόλεκτος
ἀπολελυμένως
ἀπολέμητος
ἀπόλεμμα
ἀπόλεμος
ἀπολεοντόομαι
ἀπολεπιδόομαι
ἀπολεπίζω
ἀπολέπισμα
ἀπολεπτύνω
ἀπολεπτυσμός
ἀπολέπω
ἀπολευκαίνω
ἀπόληγμα
ἀπολήγω
ἀποληκέω
ἀπόληξις
ἀποληπτέον
ἀποληπτικός
ἀποληρέω
ἀπόληψις
View word page
ἀπολεπτυσμός
attenuation

ShortDef

attenuation

Debugging

Headword:
ἀπολεπτυσμός
Headword (normalized):
ἀπολεπτυσμός
Headword (normalized/stripped):
απολεπτυσμος
IDX:
11396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11397
Key:

Data

{'content': 'attenuation'}