Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολείχω
ἀπόλειψις
ἀπόλεκτος
ἀπολελυμένως
ἀπολέμητος
ἀπόλεμμα
ἀπόλεμος
ἀπολεοντόομαι
ἀπολεπιδόομαι
ἀπολεπίζω
ἀπολέπισμα
ἀπολεπτύνω
ἀπολεπτυσμός
ἀπολέπω
ἀπολευκαίνω
ἀπόληγμα
ἀπολήγω
ἀποληκέω
ἀπόληξις
ἀποληπτέον
ἀποληπτικός
View word page
ἀπολέπισμα
husk

ShortDef

husk

Debugging

Headword:
ἀπολέπισμα
Headword (normalized):
ἀπολέπισμα
Headword (normalized/stripped):
απολεπισμα
IDX:
11394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11395
Key:

Data

{'content': 'husk'}