Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολάκημα
ἀπολακτίζω
ἀπολάκτισμα
ἀπολακτισμός
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστέον
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολεαίνω
ἀπολέγω
ἀπολείβω
ἀπόλειμμα
ἀπολειόω
ἀπολειπτέον
View word page
ἀπόλαυσμα
enjoyment

ShortDef

enjoyment

Debugging

Headword:
ἀπόλαυσμα
Headword (normalized):
ἀπόλαυσμα
Headword (normalized/stripped):
απολαυσμα
IDX:
11371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11372
Key:

Data

{'content': 'enjoyment'}