Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπολάζυμαι
ἀπολαΐζομαι
ἀπολάκημα
ἀπολακτίζω
ἀπολάκτισμα
ἀπολακτισμός
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστέον
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολεαίνω
ἀπολέγω
ἀπολείβω
ἀπόλειμμα
View word page
ἀπολάπτω
to lap up
ShortDef
to lap up
Debugging
Headword:
ἀπολάπτω
Headword (normalized):
ἀπολάπτω
Headword (normalized/stripped):
απολαπτω
IDX:
11369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11370
Key:
Data
{'content': 'to lap up'}