Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδιάρθρωτος
ἀδιαρίπιστος
ἀδιάρρευστος
ἀδιάρρηκτος
ἀδιάρροια
ἀδιάσειστος
ἀδιασκέδαστος
ἀδιασκέπτως
ἀδιάσκευος
ἀδιάσκοπος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάσταλτος
ἀδιαστασία
ἀδιάστατος
ἀδιάστικτος
ἀδιάστολος
ἀδιάστομος
ἀδιαστρέπτως
ἀδιάστροφος
ἀδιάσφαλτος
ἀδιάσχιστος
View word page
ἀδιάσπαστος
not torn asunder, uninterrupted, unbroken
ShortDef
not torn asunder, uninterrupted, unbroken
Debugging
Headword:
ἀδιάσπαστος
Headword (normalized):
ἀδιάσπαστος
Headword (normalized/stripped):
αδιασπαστος
IDX:
1136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1137
Key:
Data
{'content': 'not torn asunder, uninterrupted, unbroken'}