Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολαγχάνω
ἀπολάζυμαι
ἀπολαΐζομαι
ἀπολάκημα
ἀπολακτίζω
ἀπολάκτισμα
ἀπολακτισμός
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστέον
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολεαίνω
ἀπολέγω
ἀπολείβω
View word page
ἀπολάμπω
to shine

ShortDef

to shine

Debugging

Headword:
ἀπολάμπω
Headword (normalized):
ἀπολάμπω
Headword (normalized/stripped):
απολαμπω
IDX:
11368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11369
Key:

Data

{'content': 'to shine'}