Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπολαγνεύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολάζυμαι
ἀπολαΐζομαι
ἀπολάκημα
ἀπολακτίζω
ἀπολάκτισμα
ἀπολακτισμός
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστέον
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολεαίνω
ἀπολέγω
View word page
ἀπολαμπρύνω
to make famous
ShortDef
to make famous
Debugging
Headword:
ἀπολαμπρύνω
Headword (normalized):
ἀπολαμπρύνω
Headword (normalized/stripped):
απολαμπρυνω
IDX:
11367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11368
Key:
Data
{'content': 'to make famous'}