Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολαγαίω
ἀπολάγαξις
ἀπολαγνεύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολάζυμαι
ἀπολαΐζομαι
ἀπολάκημα
ἀπολακτίζω
ἀπολάκτισμα
ἀπολακτισμός
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστέον
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
View word page
ἀπολαλέω
to speak out heedlessly

ShortDef

to speak out heedlessly

Debugging

Headword:
ἀπολαλέω
Headword (normalized):
ἀπολαλέω
Headword (normalized/stripped):
απολαλεω
IDX:
11365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11366
Key:

Data

{'content': 'to speak out heedlessly'}