Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολάβειον
ἀπολαγαίω
ἀπολάγαξις
ἀπολαγνεύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολάζυμαι
ἀπολαΐζομαι
ἀπολάκημα
ἀπολακτίζω
ἀπολάκτισμα
ἀπολακτισμός
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστέον
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
View word page
ἀπολακτισμός
a kicking off

ShortDef

a kicking off

Debugging

Headword:
ἀπολακτισμός
Headword (normalized):
ἀπολακτισμός
Headword (normalized/stripped):
απολακτισμος
IDX:
11364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11365
Key:

Data

{'content': 'a kicking off'}