Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκωφόομαι
ἀπολάβειον
ἀπολαγαίω
ἀπολάγαξις
ἀπολαγνεύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολάζυμαι
ἀπολαΐζομαι
ἀπολάκημα
ἀπολακτίζω
ἀπολάκτισμα
ἀπολακτισμός
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστέον
ἀπολαυστικός
View word page
ἀπολάκτισμα
kick

ShortDef

kick

Debugging

Headword:
ἀπολάκτισμα
Headword (normalized):
ἀπολάκτισμα
Headword (normalized/stripped):
απολακτισμα
IDX:
11363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11364
Key:

Data

{'content': 'kick'}