Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκώλυσις
ἀποκωλυτέον
ἀποκωλύω
ἀποκωφόομαι
ἀπολάβειον
ἀπολαγαίω
ἀπολάγαξις
ἀπολαγνεύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολάζυμαι
ἀπολαΐζομαι
ἀπολάκημα
ἀπολακτίζω
ἀπολάκτισμα
ἀπολακτισμός
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
View word page
ἀπολαΐζομαι
become stone
ShortDef
become stone
Debugging
Headword:
ἀπολαΐζομαι
Headword (normalized):
ἀπολαΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
απολαιζομαι
IDX:
11360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11361
Key:
Data
{'content': 'become stone'}