Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκωκύω
ἀποκώλυσις
ἀποκωλυτέον
ἀποκωλύω
ἀποκωφόομαι
ἀπολάβειον
ἀπολαγαίω
ἀπολάγαξις
ἀπολαγνεύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολάζυμαι
ἀπολαΐζομαι
ἀπολάκημα
ἀπολακτίζω
ἀπολάκτισμα
ἀπολακτισμός
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
View word page
ἀπολάζυμαι
get back, recover

ShortDef

get back, recover

Debugging

Headword:
ἀπολάζυμαι
Headword (normalized):
ἀπολάζυμαι
Headword (normalized/stripped):
απολαζυμαι
IDX:
11359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11360
Key:

Data

{'content': 'get back, recover'}