Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκυρτόομαι
ἀποκύρωσις
ἀποκωκύω
ἀποκώλυσις
ἀποκωλυτέον
ἀποκωλύω
ἀποκωφόομαι
ἀπολάβειον
ἀπολαγαίω
ἀπολάγαξις
ἀπολαγνεύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολάζυμαι
ἀπολαΐζομαι
ἀπολάκημα
ἀπολακτίζω
ἀπολάκτισμα
ἀπολακτισμός
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
View word page
ἀπολαγνεύω
spend in debauchery

ShortDef

spend in debauchery

Debugging

Headword:
ἀπολαγνεύω
Headword (normalized):
ἀπολαγνεύω
Headword (normalized/stripped):
απολαγνευω
IDX:
11357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11358
Key:

Data

{'content': 'spend in debauchery'}