Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκυματίζω
ἀπόκυνον
ἀποκυνόω
ἀποκύπτω
ἀποκυρόω
ἀποκυρτόομαι
ἀποκύρωσις
ἀποκωκύω
ἀποκώλυσις
ἀποκωλυτέον
ἀποκωλύω
ἀποκωφόομαι
ἀπολάβειον
ἀπολαγαίω
ἀπολάγαξις
ἀπολαγνεύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολάζυμαι
ἀπολαΐζομαι
ἀπολάκημα
ἀπολακτίζω
View word page
ἀποκωλύω
to hinder

ShortDef

to hinder

Debugging

Headword:
ἀποκωλύω
Headword (normalized):
ἀποκωλύω
Headword (normalized/stripped):
αποκωλυω
IDX:
11352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11353
Key:

Data

{'content': 'to hinder'}