Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκύλισμα
ἀποκυλίω
ἀποκυματίζω
ἀπόκυνον
ἀποκυνόω
ἀποκύπτω
ἀποκυρόω
ἀποκυρτόομαι
ἀποκύρωσις
ἀποκωκύω
ἀποκώλυσις
ἀποκωλυτέον
ἀποκωλύω
ἀποκωφόομαι
ἀπολάβειον
ἀπολαγαίω
ἀπολάγαξις
ἀπολαγνεύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολάζυμαι
ἀπολαΐζομαι
View word page
ἀποκώλυσις
a hindrance

ShortDef

a hindrance

Debugging

Headword:
ἀποκώλυσις
Headword (normalized):
ἀποκώλυσις
Headword (normalized/stripped):
αποκωλυσις
IDX:
11350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11351
Key:

Data

{'content': 'a hindrance'}