Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
ἀδιάρθρωτος
ἀδιαρίπιστος
ἀδιάρρευστος
ἀδιάρρηκτος
ἀδιάρροια
ἀδιάσειστος
ἀδιασκέδαστος
ἀδιασκέπτως
ἀδιάσκευος
ἀδιάσκοπος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάσταλτος
ἀδιαστασία
ἀδιάστατος
ἀδιάστικτος
ἀδιάστολος
ἀδιάστομος
ἀδιαστρέπτως
ἀδιάστροφος
View word page
ἀδιάσκευος
unequipt

ShortDef

unequipt

Debugging

Headword:
ἀδιάσκευος
Headword (normalized):
ἀδιάσκευος
Headword (normalized/stripped):
αδιασκευος
IDX:
1134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1135
Key:

Data

{'content': 'unequipt'}