Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκύησις
ἀποκυητικός
ἀποκυΐσκω
ἀποκύλισμα
ἀποκυλίω
ἀποκυματίζω
ἀπόκυνον
ἀποκυνόω
ἀποκύπτω
ἀποκυρόω
ἀποκυρτόομαι
ἀποκύρωσις
ἀποκωκύω
ἀποκώλυσις
ἀποκωλυτέον
ἀποκωλύω
ἀποκωφόομαι
ἀπολάβειον
ἀπολαγαίω
ἀπολάγαξις
ἀπολαγνεύω
View word page
ἀποκυρτόομαι
rise to a convex shape

ShortDef

rise to a convex shape

Debugging

Headword:
ἀποκυρτόομαι
Headword (normalized):
ἀποκυρτόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποκυρτοομαι
IDX:
11347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11348
Key:

Data

{'content': 'rise to a convex shape'}