Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκυέω
ἀποκύησις
ἀποκυητικός
ἀποκυΐσκω
ἀποκύλισμα
ἀποκυλίω
ἀποκυματίζω
ἀπόκυνον
ἀποκυνόω
ἀποκύπτω
ἀποκυρόω
ἀποκυρτόομαι
ἀποκύρωσις
ἀποκωκύω
ἀποκώλυσις
ἀποκωλυτέον
ἀποκωλύω
ἀποκωφόομαι
ἀπολάβειον
ἀπολαγαίω
ἀπολάγαξις
View word page
ἀποκυρόω
annul

ShortDef

annul

Debugging

Headword:
ἀποκυρόω
Headword (normalized):
ἀποκυρόω
Headword (normalized/stripped):
αποκυροω
IDX:
11346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11347
Key:

Data

{'content': 'annul'}