Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκτυπέω
ἀποκυαμεύω
ἀποκυβεύω
ἀποκυβιστάω
ἀποκυδαίνω
ἀποκυέω
ἀποκύησις
ἀποκυητικός
ἀποκυΐσκω
ἀποκύλισμα
ἀποκυλίω
ἀποκυματίζω
ἀπόκυνον
ἀποκυνόω
ἀποκύπτω
ἀποκυρόω
ἀποκυρτόομαι
ἀποκύρωσις
ἀποκωκύω
ἀποκώλυσις
ἀποκωλυτέον
View word page
ἀποκυλίω
to roll away
ShortDef
to roll away
Debugging
Headword:
ἀποκυλίω
Headword (normalized):
ἀποκυλίω
Headword (normalized/stripped):
αποκυλιω
IDX:
11341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11342
Key:
Data
{'content': 'to roll away'}