Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκτίννυμι
ἀπόκτισις
ἀποκτυπέω
ἀποκυαμεύω
ἀποκυβεύω
ἀποκυβιστάω
ἀποκυδαίνω
ἀποκυέω
ἀποκύησις
ἀποκυητικός
ἀποκυΐσκω
ἀποκύλισμα
ἀποκυλίω
ἀποκυματίζω
ἀπόκυνον
ἀποκυνόω
ἀποκύπτω
ἀποκυρόω
ἀποκυρτόομαι
ἀποκύρωσις
ἀποκωκύω
View word page
ἀποκυΐσκω
to bear young, bring forth
ShortDef
to bear young, bring forth
Debugging
Headword:
ἀποκυΐσκω
Headword (normalized):
ἀποκυΐσκω
Headword (normalized/stripped):
αποκυισκω
IDX:
11339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11340
Key:
Data
{'content': 'to bear young, bring forth'}