Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδιαπόρευτος
ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
ἀδιάρθρωτος
ἀδιαρίπιστος
ἀδιάρρευστος
ἀδιάρρηκτος
ἀδιάρροια
ἀδιάσειστος
ἀδιασκέδαστος
ἀδιασκέπτως
ἀδιάσκευος
ἀδιάσκοπος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάσταλτος
ἀδιαστασία
ἀδιάστατος
ἀδιάστικτος
ἀδιάστολος
ἀδιάστομος
ἀδιαστρέπτως
View word page
ἀδιασκέπτως
inconsiderately
ShortDef
inconsiderately
Debugging
Headword:
ἀδιασκέπτως
Headword (normalized):
ἀδιασκέπτως
Headword (normalized/stripped):
αδιασκεπτως
IDX:
1133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1134
Key:
Data
{'content': 'inconsiderately'}