Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκτάομαι
ἀποκτείνω
ἀπόκτησις
ἀποκτίννυμι
ἀπόκτισις
ἀποκτυπέω
ἀποκυαμεύω
ἀποκυβεύω
ἀποκυβιστάω
ἀποκυδαίνω
ἀποκυέω
ἀποκύησις
ἀποκυητικός
ἀποκυΐσκω
ἀποκύλισμα
ἀποκυλίω
ἀποκυματίζω
ἀπόκυνον
ἀποκυνόω
ἀποκύπτω
ἀποκυρόω
View word page
ἀποκυέω
to bear young, bring forth
ShortDef
to bear young, bring forth
Debugging
Headword:
ἀποκυέω
Headword (normalized):
ἀποκυέω
Headword (normalized/stripped):
αποκυεω
IDX:
11336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11337
Key:
Data
{'content': 'to bear young, bring forth'}