Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόκρυψις
ἀποκτάομαι
ἀποκτείνω
ἀπόκτησις
ἀποκτίννυμι
ἀπόκτισις
ἀποκτυπέω
ἀποκυαμεύω
ἀποκυβεύω
ἀποκυβιστάω
ἀποκυδαίνω
ἀποκυέω
ἀποκύησις
ἀποκυητικός
ἀποκυΐσκω
ἀποκύλισμα
ἀποκυλίω
ἀποκυματίζω
ἀπόκυνον
ἀποκυνόω
ἀποκύπτω
View word page
ἀποκυδαίνω
glorify greatly

ShortDef

glorify greatly

Debugging

Headword:
ἀποκυδαίνω
Headword (normalized):
ἀποκυδαίνω
Headword (normalized/stripped):
αποκυδαινω
IDX:
11335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11336
Key:

Data

{'content': 'glorify greatly'}