Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόκρυφος
ἀπόκρυψις
ἀποκτάομαι
ἀποκτείνω
ἀπόκτησις
ἀποκτίννυμι
ἀπόκτισις
ἀποκτυπέω
ἀποκυαμεύω
ἀποκυβεύω
ἀποκυβιστάω
ἀποκυδαίνω
ἀποκυέω
ἀποκύησις
ἀποκυητικός
ἀποκυΐσκω
ἀποκύλισμα
ἀποκυλίω
ἀποκυματίζω
ἀπόκυνον
ἀποκυνόω
View word page
ἀποκυβιστάω
plunge headlong off

ShortDef

plunge headlong off

Debugging

Headword:
ἀποκυβιστάω
Headword (normalized):
ἀποκυβιστάω
Headword (normalized/stripped):
αποκυβισταω
IDX:
11334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11335
Key:

Data

{'content': 'plunge headlong off'}