Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκρυσταλλόομαι
ἀποκρυφή
ἀπόκρυφος
ἀπόκρυψις
ἀποκτάομαι
ἀποκτείνω
ἀπόκτησις
ἀποκτίννυμι
ἀπόκτισις
ἀποκτυπέω
ἀποκυαμεύω
ἀποκυβεύω
ἀποκυβιστάω
ἀποκυδαίνω
ἀποκυέω
ἀποκύησις
ἀποκυητικός
ἀποκυΐσκω
ἀποκύλισμα
ἀποκυλίω
ἀποκυματίζω
View word page
ἀποκυαμεύω
select by lot

ShortDef

select by lot

Debugging

Headword:
ἀποκυαμεύω
Headword (normalized):
ἀποκυαμεύω
Headword (normalized/stripped):
αποκυαμευω
IDX:
11332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11333
Key:

Data

{'content': 'select by lot'}