Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκρύπτω
ἀποκρυσταλλόομαι
ἀποκρυφή
ἀπόκρυφος
ἀπόκρυψις
ἀποκτάομαι
ἀποκτείνω
ἀπόκτησις
ἀποκτίννυμι
ἀπόκτισις
ἀποκτυπέω
ἀποκυαμεύω
ἀποκυβεύω
ἀποκυβιστάω
ἀποκυδαίνω
ἀποκυέω
ἀποκύησις
ἀποκυητικός
ἀποκυΐσκω
ἀποκύλισμα
ἀποκυλίω
View word page
ἀποκτυπέω
sound loudly from

ShortDef

sound loudly from

Debugging

Headword:
ἀποκτυπέω
Headword (normalized):
ἀποκτυπέω
Headword (normalized/stripped):
αποκτυπεω
IDX:
11331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11332
Key:

Data

{'content': 'sound loudly from'}