Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκρουστικός
ἀπόκρουστος
ἀποκρούω
ἀποκρυβή
ἀποκρύπτω
ἀποκρυσταλλόομαι
ἀποκρυφή
ἀπόκρυφος
ἀπόκρυψις
ἀποκτάομαι
ἀποκτείνω
ἀπόκτησις
ἀποκτίννυμι
ἀπόκτισις
ἀποκτυπέω
ἀποκυαμεύω
ἀποκυβεύω
ἀποκυβιστάω
ἀποκυδαίνω
ἀποκυέω
ἀποκύησις
View word page
ἀποκτείνω
to kill, slay
ShortDef
to kill, slay
Debugging
Headword:
ἀποκτείνω
Headword (normalized):
ἀποκτείνω
Headword (normalized/stripped):
αποκτεινω
IDX:
11327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11328
Key:
Data
{'content': 'to kill, slay'}