Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκρουστέον
ἀποκρουστικός
ἀπόκρουστος
ἀποκρούω
ἀποκρυβή
ἀποκρύπτω
ἀποκρυσταλλόομαι
ἀποκρυφή
ἀπόκρυφος
ἀπόκρυψις
ἀποκτάομαι
ἀποκτείνω
ἀπόκτησις
ἀποκτίννυμι
ἀπόκτισις
ἀποκτυπέω
ἀποκυαμεύω
ἀποκυβεύω
ἀποκυβιστάω
ἀποκυδαίνω
ἀποκυέω
View word page
ἀποκτάομαι
lose possession of, alienate
ShortDef
lose possession of, alienate
Debugging
Headword:
ἀποκτάομαι
Headword (normalized):
ἀποκτάομαι
Headword (normalized/stripped):
αποκταομαι
IDX:
11326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11327
Key:
Data
{'content': 'lose possession of, alienate'}