Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκροτέω
ἀποκρότημα
ἀπόκροτος
ἀποκρουνίζω
ἀπόκρουσις
ἀποκρουστέον
ἀποκρουστικός
ἀπόκρουστος
ἀποκρούω
ἀποκρυβή
ἀποκρύπτω
ἀποκρυσταλλόομαι
ἀποκρυφή
ἀπόκρυφος
ἀπόκρυψις
ἀποκτάομαι
ἀποκτείνω
ἀπόκτησις
ἀποκτίννυμι
ἀπόκτισις
ἀποκτυπέω
View word page
ἀποκρύπτω
to hide from, keep hidden from
ShortDef
to hide from, keep hidden from
Debugging
Headword:
ἀποκρύπτω
Headword (normalized):
ἀποκρύπτω
Headword (normalized/stripped):
αποκρυπτω
IDX:
11321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11322
Key:
Data
{'content': 'to hide from, keep hidden from'}