Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόκριτος
ἀποκροτέω
ἀποκρότημα
ἀπόκροτος
ἀποκρουνίζω
ἀπόκρουσις
ἀποκρουστέον
ἀποκρουστικός
ἀπόκρουστος
ἀποκρούω
ἀποκρυβή
ἀποκρύπτω
ἀποκρυσταλλόομαι
ἀποκρυφή
ἀπόκρυφος
ἀπόκρυψις
ἀποκτάομαι
ἀποκτείνω
ἀπόκτησις
ἀποκτίννυμι
ἀπόκτισις
View word page
ἀποκρυβή
concealment
ShortDef
concealment
Debugging
Headword:
ἀποκρυβή
Headword (normalized):
ἀποκρυβή
Headword (normalized/stripped):
αποκρυβη
IDX:
11320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11321
Key:
Data
{'content': 'concealment'}