Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκριτικός
ἀπόκριτος
ἀποκροτέω
ἀποκρότημα
ἀπόκροτος
ἀποκρουνίζω
ἀπόκρουσις
ἀποκρουστέον
ἀποκρουστικός
ἀπόκρουστος
ἀποκρούω
ἀποκρυβή
ἀποκρύπτω
ἀποκρυσταλλόομαι
ἀποκρυφή
ἀπόκρυφος
ἀπόκρυψις
ἀποκτάομαι
ἀποκτείνω
ἀπόκτησις
ἀποκτίννυμι
View word page
ἀποκρούω
to beat off from
ShortDef
to beat off from
Debugging
Headword:
ἀποκρούω
Headword (normalized):
ἀποκρούω
Headword (normalized/stripped):
αποκρουω
IDX:
11319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11320
Key:
Data
{'content': 'to beat off from'}