Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκριτέος
ἀποκριτικός
ἀπόκριτος
ἀποκροτέω
ἀποκρότημα
ἀπόκροτος
ἀποκρουνίζω
ἀπόκρουσις
ἀποκρουστέον
ἀποκρουστικός
ἀπόκρουστος
ἀποκρούω
ἀποκρυβή
ἀποκρύπτω
ἀποκρυσταλλόομαι
ἀποκρυφή
ἀπόκρυφος
ἀπόκρυψις
ἀποκτάομαι
ἀποκτείνω
ἀπόκτησις
View word page
ἀπόκρουστος
beaten back
ShortDef
beaten back
Debugging
Headword:
ἀπόκρουστος
Headword (normalized):
ἀπόκρουστος
Headword (normalized/stripped):
αποκρουστος
IDX:
11318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11319
Key:
Data
{'content': 'beaten back'}