Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκριτέον
ἀποκριτέος
ἀποκριτικός
ἀπόκριτος
ἀποκροτέω
ἀποκρότημα
ἀπόκροτος
ἀποκρουνίζω
ἀπόκρουσις
ἀποκρουστέον
ἀποκρουστικός
ἀπόκρουστος
ἀποκρούω
ἀποκρυβή
ἀποκρύπτω
ἀποκρυσταλλόομαι
ἀποκρυφή
ἀπόκρυφος
ἀπόκρυψις
ἀποκτάομαι
ἀποκτείνω
View word page
ἀποκρουστικός
able to drive off, dispel

ShortDef

able to drive off, dispel

Debugging

Headword:
ἀποκρουστικός
Headword (normalized):
ἀποκρουστικός
Headword (normalized/stripped):
αποκρουστικος
IDX:
11317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11318
Key:

Data

{'content': 'able to drive off, dispel'}