Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκρισιάριος
ἀπόκρισις
ἀποκριτέον
ἀποκριτέος
ἀποκριτικός
ἀπόκριτος
ἀποκροτέω
ἀποκρότημα
ἀπόκροτος
ἀποκρουνίζω
ἀπόκρουσις
ἀποκρουστέον
ἀποκρουστικός
ἀπόκρουστος
ἀποκρούω
ἀποκρυβή
ἀποκρύπτω
ἀποκρυσταλλόομαι
ἀποκρυφή
ἀπόκρυφος
ἀπόκρυψις
View word page
ἀπόκρουσις
retiring, waning

ShortDef

retiring, waning

Debugging

Headword:
ἀπόκρουσις
Headword (normalized):
ἀπόκρουσις
Headword (normalized/stripped):
αποκρουσις
IDX:
11315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11316
Key:

Data

{'content': 'retiring, waning'}