Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκρίνω
ἀποκρισιάριος
ἀπόκρισις
ἀποκριτέον
ἀποκριτέος
ἀποκριτικός
ἀπόκριτος
ἀποκροτέω
ἀποκρότημα
ἀπόκροτος
ἀποκρουνίζω
ἀπόκρουσις
ἀποκρουστέον
ἀποκρουστικός
ἀπόκρουστος
ἀποκρούω
ἀποκρυβή
ἀποκρύπτω
ἀποκρυσταλλόομαι
ἀποκρυφή
ἀπόκρυφος
View word page
ἀποκρουνίζω
spout, gush out

ShortDef

spout, gush out

Debugging

Headword:
ἀποκρουνίζω
Headword (normalized):
ἀποκρουνίζω
Headword (normalized/stripped):
αποκρουνιζω
IDX:
11314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11315
Key:

Data

{'content': 'spout, gush out'}