Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόκριμα
ἀποκρίνω
ἀποκρισιάριος
ἀπόκρισις
ἀποκριτέον
ἀποκριτέος
ἀποκριτικός
ἀπόκριτος
ἀποκροτέω
ἀποκρότημα
ἀπόκροτος
ἀποκρουνίζω
ἀπόκρουσις
ἀποκρουστέον
ἀποκρουστικός
ἀπόκρουστος
ἀποκρούω
ἀποκρυβή
ἀποκρύπτω
ἀποκρυσταλλόομαι
ἀποκρυφή
View word page
ἀπόκροτος
beaten
ShortDef
beaten
Debugging
Headword:
ἀπόκροτος
Headword (normalized):
ἀπόκροτος
Headword (normalized/stripped):
αποκροτος
IDX:
11313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11314
Key:
Data
{'content': 'beaten'}