Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόκρημνος
ἀποκρημνόω
ἀποκριδόν
ἀπόκριμα
ἀποκρίνω
ἀποκρισιάριος
ἀπόκρισις
ἀποκριτέον
ἀποκριτέος
ἀποκριτικός
ἀπόκριτος
ἀποκροτέω
ἀποκρότημα
ἀπόκροτος
ἀποκρουνίζω
ἀπόκρουσις
ἀποκρουστέον
ἀποκρουστικός
ἀπόκρουστος
ἀποκρούω
ἀποκρυβή
View word page
ἀπόκριτος
separated, chosen

ShortDef

separated, chosen

Debugging

Headword:
ἀπόκριτος
Headword (normalized):
ἀπόκριτος
Headword (normalized/stripped):
αποκριτος
IDX:
11310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11311
Key:

Data

{'content': 'separated, chosen'}