Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκρημνίζω
ἀπόκρημνος
ἀποκρημνόω
ἀποκριδόν
ἀπόκριμα
ἀποκρίνω
ἀποκρισιάριος
ἀπόκρισις
ἀποκριτέον
ἀποκριτέος
ἀποκριτικός
ἀπόκριτος
ἀποκροτέω
ἀποκρότημα
ἀπόκροτος
ἀποκρουνίζω
ἀπόκρουσις
ἀποκρουστέον
ἀποκρουστικός
ἀπόκρουστος
ἀποκρούω
View word page
ἀποκριτικός
secretory

ShortDef

secretory

Debugging

Headword:
ἀποκριτικός
Headword (normalized):
ἀποκριτικός
Headword (normalized/stripped):
αποκριτικος
IDX:
11309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11310
Key:

Data

{'content': 'secretory'}