Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιαπόρευτος
ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
ἀδιάρθρωτος
ἀδιαρίπιστος
ἀδιάρρευστος
ἀδιάρρηκτος
ἀδιάρροια
ἀδιάσειστος
ἀδιασκέδαστος
ἀδιασκέπτως
ἀδιάσκευος
ἀδιάσκοπος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάσταλτος
ἀδιαστασία
ἀδιάστατος
ἀδιάστικτος
View word page
ἀδιάρροια
constipation

ShortDef

constipation

Debugging

Headword:
ἀδιάρροια
Headword (normalized):
ἀδιάρροια
Headword (normalized/stripped):
αδιαρροια
IDX:
1130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1131
Key:

Data

{'content': 'constipation'}