Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκρέμασις
ἀποκρεμαστός
ἀποκρεμής
ἀποκρημνίζω
ἀπόκρημνος
ἀποκρημνόω
ἀποκριδόν
ἀπόκριμα
ἀποκρίνω
ἀποκρισιάριος
ἀπόκρισις
ἀποκριτέον
ἀποκριτέος
ἀποκριτικός
ἀπόκριτος
ἀποκροτέω
ἀποκρότημα
ἀπόκροτος
ἀποκρουνίζω
ἀπόκρουσις
ἀποκρουστέον
View word page
ἀπόκρισις
a separating; a reply

ShortDef

a separating; a reply

Debugging

Headword:
ἀπόκρισις
Headword (normalized):
ἀπόκρισις
Headword (normalized/stripped):
αποκρισις
IDX:
11306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11307
Key:

Data

{'content': 'a separating; a reply'}