Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκρέμαμαι
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρέμασις
ἀποκρεμαστός
ἀποκρεμής
ἀποκρημνίζω
ἀπόκρημνος
ἀποκρημνόω
ἀποκριδόν
ἀπόκριμα
ἀποκρίνω
ἀποκρισιάριος
ἀπόκρισις
ἀποκριτέον
ἀποκριτέος
ἀποκριτικός
ἀπόκριτος
ἀποκροτέω
ἀποκρότημα
ἀπόκροτος
ἀποκρουνίζω
View word page
ἀποκρίνω
to separate, set apart; mid. answer

ShortDef

to separate, set apart; mid. answer

Debugging

Headword:
ἀποκρίνω
Headword (normalized):
ἀποκρίνω
Headword (normalized/stripped):
αποκρινω
IDX:
11304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11305
Key:

Data

{'content': 'to separate, set apart; mid. answer'}