Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκρατέω
ἀποκρέμαμαι
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρέμασις
ἀποκρεμαστός
ἀποκρεμής
ἀποκρημνίζω
ἀπόκρημνος
ἀποκρημνόω
ἀποκριδόν
ἀπόκριμα
ἀποκρίνω
ἀποκρισιάριος
ἀπόκρισις
ἀποκριτέον
ἀποκριτέος
ἀποκριτικός
ἀπόκριτος
ἀποκροτέω
ἀποκρότημα
ἀπόκροτος
View word page
ἀπόκριμα
a judicial sentence

ShortDef

a judicial sentence

Debugging

Headword:
ἀπόκριμα
Headword (normalized):
ἀπόκριμα
Headword (normalized/stripped):
αποκριμα
IDX:
11303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11304
Key:

Data

{'content': 'a judicial sentence'}