Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκραιπαλισμός
ἀποκρανίζω
ἀποκρατέω
ἀποκρέμαμαι
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρέμασις
ἀποκρεμαστός
ἀποκρεμής
ἀποκρημνίζω
ἀπόκρημνος
ἀποκρημνόω
ἀποκριδόν
ἀπόκριμα
ἀποκρίνω
ἀποκρισιάριος
ἀπόκρισις
ἀποκριτέον
ἀποκριτέος
ἀποκριτικός
ἀπόκριτος
ἀποκροτέω
View word page
ἀποκρημνόω
walk over a precipice

ShortDef

walk over a precipice

Debugging

Headword:
ἀποκρημνόω
Headword (normalized):
ἀποκρημνόω
Headword (normalized/stripped):
αποκρημνοω
IDX:
11301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11302
Key:

Data

{'content': 'walk over a precipice'}