Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιαπνευστέω
ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιαπόρευτος
ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
ἀδιάρθρωτος
ἀδιαρίπιστος
ἀδιάρρευστος
ἀδιάρρηκτος
ἀδιάρροια
ἀδιάσειστος
ἀδιασκέδαστος
ἀδιασκέπτως
ἀδιάσκευος
ἀδιάσκοπος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάσταλτος
ἀδιαστασία
ἀδιάστατος
View word page
ἀδιάρρηκτος
not torn in pieces

ShortDef

not torn in pieces

Debugging

Headword:
ἀδιάρρηκτος
Headword (normalized):
ἀδιάρρηκτος
Headword (normalized/stripped):
αδιαρρηκτος
IDX:
1129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1130
Key:

Data

{'content': 'not torn in pieces'}